- ἔρετο
- ἔρομαιaskaor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερέθω — ἐρέθω (Α) (παλ. ποιητ. τύπος τού ερεθίζω) 1. ταράσσω, εξοργίζω («μὴ μ’ ἔρεθε, σχετλίη» μη μ’ εξοργίζεις, δυστυχισμένη, Ομ. Ιλ.) 2. εγείρω, αυξάνω 3. εξερευνώ, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέθω ανάγεται σε ΙΕ ρ. *er «θέτω σε κίνηση, εγείρω» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
λαέρτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα, γιος του Αρκεισίου και της Χαλκομέδουσας. Γυναίκα του ήταν η Αντίκλεια, κόρη του Αυτολύκου, η οποία, σύμφωνα με κάποια νεότερη παράδοση, ενώ ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη με τον Λ.,… … Dictionary of Greek
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
er-3 : or- : r- — er 3 : or : r English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung … Proto-Indo-European etymological dictionary